χαίρομαι
1χαίρομαι — χαίρομαι, χάρηκα βλ. πίν. 225 Σημειώσεις: χαίρομαι : η μτχ. χαρούμενος (από το χαιρόμενος) χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ γεμάτος χαρά) …
2χαίρομαι — Ν βλ. χαίρω …
3χαίρομαι — βλ. χαίρω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χαίρομαι — χαίρω rejoice pres ind mp 1st sg …
5μυριοχαίρομαι — χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον πάρα πολύ («πάσι με ζάλα μετρητά, με διώμα επορπατούσαν κι όλοι τούς μυριοχαίρονταν εκεί που τούς θωρούσαν», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαίρομαι] …
6κρυφοχαίρομαι — χαίρομαι για κάτι κρυφά, χωρίς να εκδηλώνω τη χαρά μου …
7χαιρεκακώ — χαίρομαι για τις συμφορές των άλλων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …
9συνήδομαι — ΜA ευχαριστούμαι, τέρπομαι ομοίως ή εξίσου με άλλον αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) χαίρομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο λόγω τής συμπάθειας που νιώθω γι αυτόν 2. (με δοτ. πράγματος ή εμπρόθ. προσδ.) χαίρομαι για κάτι (α. «συνήδομαι τῷ νόμῳ τοῡ… …
10DATISMUS — Datidis imitatio, dicitur de dictione pluribus verbis idem repetente et quidem ςολοικῶς, proverbio sump to a Datide quodam Persa, qui cum Satrapas esset in Graecia, Graeccque loqui affectaret, dicebat: ἥδομαι, καὶ τέρπομαι, καὶ χαίρομαι, dalector …