χαίρομαι

  • 91συνευθυμούμαι — έομαι, Α χαίρομαι για κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐθυμῶ, οῦμαι «ευφραίνομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 92τσιρλίζω — και τσερλίζω Ν 1. έχω διάρροια 2. βρομίζω με τσίρλες 3. μέσ. τσιρλίζομαι α) λερώνω τα ρούχα μου με τσίρλες β) μτφ. i) φοβάμαι υπερβολικά, τρομάζω ii) χαίρομαι υπερβολικά 4. παροιμ. «άβρακος βρακί δεν είχε, τό είδε και τσιρλίστηκε» λέγεται για… …

    Dictionary of Greek

  • 93υπεράγαμαι — Α 1. ὑπεραγάλλομαι* 2. θαυμάζω πάρα πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄγαμαι «θαυμάζω, χαίρομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 94υπερήδομαι — και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α 1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό 2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 95υπεργανάει — Α υπεραγάλλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γανῶ, άω «χαίρομαι, λάμπω από χαρά»] …

    Dictionary of Greek

  • 96υπευφραίνομαι — Α [εὐφραίνομαι] χαίρομαι κρυφά, χωρίς να τό δείχνω («τοῑς ἀλλήλων κακοῑς ὑπευφραίνεσθαι», Γρηγ. Ναζ.) …

    Dictionary of Greek

  • 97υποχαίρω — Α [χαίρω] χαίρομαι κρυφά …

    Dictionary of Greek

  • 98φιλοβαρβαρίζω — Α χαίρομαι με τους βαρβαρισμούς, με τα γλωσσικά σφάλματα κατά την ομιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βαρδαρίζω «μιλώ σαν βάρβαρος, κάνω γλωσσικά σφάλματα» (< βάρβαρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 99φρενογηθής — ές, Α αυτός που προκαλεί χαρά, ευφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + γηθής (< γῆθος* < γηθέω «χαίρομαι»), πρβλ. πολυ γηθής, πλουτο γᾱθής] …

    Dictionary of Greek

  • 100χαιρεκακώ — έω, ΜΑ [χαιρέκακος] είμαι χαιρέκακος, χαίρομαι για τα παθήματα ή για τη δυστυχία τών άλλων …

    Dictionary of Greek