χαίρομαι
61ηδομένως — ἡδομένως (Α) επίρρ. ευχαρίστως, με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ηδόμενος τού ρ. ήδομαι «χαίρομαι, ευφραίνομαι»] …
62ηδοποιούμαι — ἡδοποιοῡμαι, έομαι (Μ) ευχαριστούμαι κάνοντας κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήδομαι «χαίρομαι» + ποιούμαι] …
63ιλαρεύομαι — ἱλαρεύομαι (Α) [ιλαρός] γίνομαι περιχαρής, χαίρομαι …
64ιλαρύνω — (Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ 2. μέσ. ιλαρύνομαι χαίρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. ύνω (πρβλ. απαλ ύνω, φαιδρ ύνω)] …
65κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …
66καγχαλώ — καγχαλῶ, άω και στον Ομ. όω (Α) 1. γελώ δυνατά και με χλευασμό, καγχάζω 2. γελώ από υπερβολική χαρά, χαίρομαι υπερβολικά, ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σχηματισμένο πιθ. από ονοματοποιία. Από πολλούς συνδέεται με τα κακχάζω,… …
67καλοκαρδίζω — (Μ καλοκαρδίζω) [καλόκαρδος] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον χαρούμενο, ευτυχισμένο 2. (αμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαρδισμένος, η, ο(ν) χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος νεοελλ. (με ειρωνική… …
68καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… …
69κατάνακρος — η, ο αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο. επίρρ... κατάνακρα εντελώς στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κατ(α) * + ἀνά με επιτ. σημ. (πρβλ. ανα βοώ, ανα χαίρομαι) + ἄκρον] …
70καταχορταίνω — (Μ καταχορταίνω) 1. χορταίνω πολύ ή κάνω κάποιον να χορτάσει εντελώς την πείνα του 2. βαριέμαι, μπουχτίζω 3. παρέχω σε κάποιον κάτι σε μεγάλη ποσότητα, γεμίζω κάποιον με κάτι 4. απολαμβάνω πολύ κάτι ώς τον κορεσμό, καμαρώνω, χαίρομαι κάποιον ή… …