χίμαιρα
1Χιμαίρᾳ — Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …
2χιμαίρᾳ — χιμαίρᾱͅ , χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg …
4χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg …
5χίμαιρα — (himaera monstrosa). Ψάρι της τάξης των χιμαιρόμορφων. Έχει αρχαιοζωική δομή και ζει στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό έως τις νορβηγικές ακτές. Η χ. που έχει μέσο μήκος λίγο μεγαλύτερο του ενός μ., παραμένει συνήθως σε μεγάλα βάθη αλλά… …
6χίμαιρα — η 1. ως κύρ. όν., μυθικό τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα γίδας και ουρά δράκοντα. 2. ονειροπόλημα, απραγματοποίητος πόθος: Τα όνειρά του ήταν μια χίμαιρα. 3. είδος ψαριών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7Χιμαίρας — Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem acc pl Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) …
8χιμαίρας — χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem acc pl χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) …
9Химера — (Χίμαιρα, Chimaera): 1) в греческой мифологии чудовище, имевшее голову и шею льва, туловище козы (χίμαιρα коза) и хвост дракона и изрыгавшее из пасти огонь; по Гезиоду, у X., соответственно трем животным породам, из которых состояло ее тело, были …
10Χιμαίραι — Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …