χίμαιρα

  • 81χιμαιροκυνηγός — ο, Ν μτφ. αυτός που κυνηγά χίμαιρες, αυτός που επιδιώκει πράγματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + κυνηγός] …

    Dictionary of Greek

  • 82χιμαιροφόνος — ον, Α αυτός που φονεύει γίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + φόνος (< φόνος), πρβλ. καπρο φόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 83χιμαιροφόρος — ον, Μ (για τη Λυκία) αυτός που παράγει γίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + φόρος*] …

    Dictionary of Greek

  • 84χιμαιροφύλαξ — ακος, ὁ, Α γιδοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + φύλαξ (πρβλ. θηρο φύλαξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 85χιμαροκτόνος — ον, Α χιμαιροφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα / χιμάρα + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. τυραννο κτόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 86χιμαροσφακτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που σφάζει γίδες, χιμαιροφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα / χιμάρα + σφακτήρ (< σφάζω + κατάλ. τήρ*), πρβλ. δια σφακτήρ] …

    Dictionary of Greek

  • 87Αβαντίδας — (3ος αι. π.Χ.).Τύραννος της Σικυώνας. Ο Α., γιος του Πασέα, κατέλαβε την αρχή το 264 π.Χ., αφού σκότωσε τους αντιπάλους του και ανάμεσά τους τον Κλεινία, πατέρα του Άρατου. Παρά την τυραννική του διακυβέρνηση, κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία …

    Dictionary of Greek

  • 88Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …

    Dictionary of Greek

  • 89Αλεξιάδης, Δημοσθένης — (Σύρος 1839 – Αθήνα 1916). Έλληνας ηθοποιός. Από τους πρώτους του νεοελληνικού θεάτρου, ίδρυσε το 1866 θίασο μαζί με τον Αρνιωτάκη και περιόδευσε στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού (Αλεξάνδρεια, Οδησσό κ.ά.). Από τα ελληνικά έργα δίδαξε… …

    Dictionary of Greek

  • 90Αμισόδαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ηγεμόνας των Λυκίων, πατέρας του Ατύμνιου και του Μάριδα, οι οποίοι σκοτώθηκαν στην Τροία από τους γιους του Νηλέα. Πίστευαν ότι είχε αναθρέψει το τέρας Χίμαιρα. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν πειρατής. Σε αυτό το κυκλαδικό… …

    Dictionary of Greek