χίμαιρα

  • 71ονειροπόλημα — το (Α ὀνειροπόλημα) [ονειροπολώ] νεοελλ. 1. το να αφαιρείται κανείς, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη φαντασία του άλλες, καινούργιες 2. φανταστική οπτασία, ονειροφαντασία,… …

    Dictionary of Greek

  • 72ουτοπία — Ο όρος παράγεται από τις λέξεις ου και τόπος και σημαίνει όραμα ή λόγο που αναφέρεται στο μη πραγματικό, στο αντίθετο δηλαδή εκείνου που υπάρχει και ενεργεί πραγματικά. Η λέξη έχει την προέλευση της από το έργο του σερ Τόμας Μουρ Ουτοπία, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 73τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …

    Dictionary of Greek

  • 74τριφυής — ές, ΜΑ αυτός που έχει τριπλή φύση, που έχει τρεις μορφές ενωμένες σε ενιαίο οργανισμό, όπως η χίμαιρα, που είχε κεφάλι λέαινας, σώμα γίδας και ουρά φιδιού («θηρίον αλλόκοτον τριφυές τε καὶ τρίμορφον», Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φυής (< φύω… …

    Dictionary of Greek

  • 75χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 76χιμάραρχος — ὁ, Α (ιδίως για τράγο) αυτός που οδηγεί τις γίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα / χιμάρα + άρχος*] …

    Dictionary of Greek

  • 77χιμαιρίδες — οι, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ολοκέφαλων χονδροϊχθύων τής τάξης χίμαιρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chimaeridae < χίμαιρα] …

    Dictionary of Greek

  • 78χιμαιρίς — ίδος, ἡ, Α θηλυκό ερίφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. στρουθ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 79χιμαιροβάτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, δηλαδή γίδες, ή, κατ άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + βάτης (< βαίνω), πρβλ. αἰγι βάτης, κυνο βάτης] …

    Dictionary of Greek

  • 80χιμαιροθύτης — ὁ, Α αυτός που θυσιάζει γίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + θύτης (< θύω), (πρβλ. μηλο θύτης] …

    Dictionary of Greek