Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χίλιες

  • 1 тысяча

    тысяч||а
    1. числ. колич. (τό) χίλια, ἡ χιλιάδα [-άς]:
    \тысяча девятьсот шестьдесят четвертый год τό ἔτος χίλια ἐννιακόσια ἐξήντα τέσσερα· \тысяча человек χίλιοι ἀνθρωποι· десять тысяч солдат δέκα χιλιάδες στρατιώτες·
    2. ж (множество) χίλια, χιλιάδες:
    \тысяча забот χίλιες φροντίδες· в \тысячау раз лу́чше χίλιες φορές καλλίτερα· в \тысячау раз больше χίλιες φορές μεγαλύτερα.

    Русско-новогреческий словарь > тысяча

  • 2 тысяча

    тысяча 1. χίλια (χίλιοι, χίλιες) 2. ж το χίλια; η χιλιάδα· \тысяча девятьсот восемьдесят пятый год το έτος χίλια εννεακόσια ογδόντα πέντε* \тысячаи люден οι χιλιάδες άνθρωποι
    * * *
    1.
    χίλια (χίλιοι, χίλιες)
    2. ж
    το χίλια; η χιλιάδα

    ты́сяча девятьсо́т во́семьдесят пя́тый год — το έτος χίλια εννεακόσια ογδόντα πέντε

    ты́сячи люде́й — οι χιλιάδες άνθρωποι

    Русско-греческий словарь > тысяча

  • 3 до

    до I
    предлог с род. п.
    1. ὠς, ἐως:
    от Т^ До Киева ἀπ' τή Μόσχα ὡς τό Κί· Ρο с осени до зимы ἀπό τό φθινόπωρο ^Ι°Ζεΐμῶνα· с утра до вечера ἀπό τό πΡωι ὡς -ό βραδυ·
    2. (вплоть до) ἰσαμε, μέχρι[ς]:
    до конца ὡς τό τέλος, μέχρι τέλους· до берега ίσαμε τό γιαλό· бороться до последней капли кро́ви ἀγωνίζομαι μέχρι (τής) τελευταίας ρανίδος (τοῦ) αίματος· до сих пор а) ίσαμε τώρα (о времени), б) ίσαμε δῶ (о пространстве)· до особого распоряжения μέχρι είδικής διαταγής· дети до 10 лет τά παιδιά κάτω των δέκα ἐτῶν
    3. (прежде, перед) πρίν (ἀπό), πρό:
    до революции πρίν τήν ἐπανάσταση· до нашей эры πρό Χριστού· до войны πρίν τό πόλεμο, πρό τοῦ πολέμου· до обеда πρό τοῦ γεύματος, πρίν ἀπό τό γεύμα· до темноты πριν βραδυάσει, πρίν σκοτεινιάσει· до отъезда πρίν νά φύγω·
    4. (при указании степени чего-л.):
    я до крайности удивлен μένω κατάπληκτος, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι· я до того́ счастлив! εἶμαι τόσο εὐτυχής!· до чего́ он глуп! τί βλάκας πού εἶναι!, πόσο ἀνόητος εἶναι!·
    5. (около) μέχρι, περίπου, ὠς:
    жара до 30° ζέστη μέχρι 30 βαθμούς· в зале до тысячи мест ἡ αίθουσα ἐχει περίπου χίλιες θέσεις· ◊ мне нет дела до этого αὐτό δέν μέ ἀφορα· мне не до шу́ток δέν ἔχω δρεξη γιά ἀστεϊα· мне не до смеху δέν ἔχω δρεξη γιά γέλοια· мне не до вас δέν μπορῶ ν'ἀσχοληθῶ μαζί σας· мне не до того δέν ἔχω καιρό γιά...· что до меня... δσο γιά μένα...· от времени до времени ἀπό καιροῦ είς καιρόν до тех пор пока μέχρις δτου, ὡς πού νά· до того́ как μέχρις δτου, ὡς πού νά· до свидания ἀντίο, είς τό ἐπανιδείν, χαίρετε· до завтра (ές) αὐριον.
    до II
    с нескл. муз. τό ντό.

    Русско-новогреческий словарь > до

  • 4 тысячный

    тысячн||ый
    числ. порядк.
    1. (о части) χιλιοστός:
    \тысячныйая доля τό χιλιοστημόριο[ν], τό χιλιοστό[ν]· в \тысячный раз χίλιες φορές·
    2. (содержащий тысячи):
    \тысячныйая толпа χιλιάδες ἀνθρωποι.

    Русско-новогреческий словарь > тысячный

  • 5 бродить

    брожу, бродишь, ρ.δ.
    1. βλ. брести με τη διαφορά ότι το•

    бродить σημαίνει κίνηση επαναλαμβανόμενη, σε διάφορες κατευθύνσεις, σε διάφορο χρόνο.

    2. μτφ. κυλώ, κυλίω•

    по лицу" ее -ла улыбка στο πρόσωπο της κυλούσε το χαμόγελο.

    || μτφ. τριγυρίζω•

    тысячи мыслей -ли в моей голове χίλιες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου•

    бродить в потемках ψάχνω στα σκοτεινά (μάταια προσπαθώ να καταλάβω).

    бродит, ρ.δ.
    ζυμούμαι, βράζω•

    вино -ит ο μούστος βράζει.

    Большой русско-греческий словарь > бродить

  • 6 тысяча

    -и, οργν. -чею
    κ. -чью θ. (αριθμ. ποσοτικό κ. ουσ.).
    1. ο αριθμός 1000 το ποσό 1000• тысяча рублей χίλια ρούβλια. || η χιλιάδα•

    одна тысяча μια χιλιάδα•

    четыретысячаи τέσσερις χιλιάδες•

    пять -яч πέντε χιλιάδες.

    || πλήθος, σωρός, σωρεία•

    -яч забот χίλιες (ένα σωρό) φροντίδες.

    2. παλ. χιλιαρχία.

    Большой русско-греческий словарь > тысяча

  • 7 тысячекратно

    επίρ.
    χίλιες φορές, χιλιάκις.

    Большой русско-греческий словарь > тысячекратно

  • 8 тысячекратный

    επ.
    επαναλαμβανόμενος χίλιες φορές.

    Большой русско-греческий словарь > тысячекратный

См. также в других словарях:

  • Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • Χαλιμά — Ελληνική ονομασία της ηρωίδας στη συλλογή αραβικών παραμυθιών Χίλιες και μία νύχτες. Πρόκειται για ολόκληρη σειρά από παραμύθια, ινδικής και ιρανικής προέλευσης, που διακρίνονται για τη φαντασία τους και το ποιητικό τους περιεχόμενο και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • χίλιοι — ες, α / χίλιοι, αι, α, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χήλιοι και χέλιοι, και ιων. τ. χείλιοι, και αιολ. τ. χέλλιοι, και τ. εν. χίλιος και χείλιος, ία, ον, θηλ. και χιλίη, Α (απόλ. αριθμτ.) αριθμός, ποσό που δηλώνει δέκα εκατοντάδες («μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς… …   Dictionary of Greek

  • χιλιαπλάσιος — α, ο / χιλιοπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ ο χίλιες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από άλλον. επίρρ... χιλιαπλασίως / χιλιοπλασίως, ΝΜΑ, και χιλιαπλάσια Ν χίλιες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + πλάσιος*. Η μορφή χίλια τού α συνθετικού στον… …   Dictionary of Greek

  • Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… …   Dictionary of Greek

  • παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… …   Dictionary of Greek

  • χίλιοι, -ιες, -ια — αριθμητικό απόλυτο, κλιτή μορφή του άκλιτου χίλια 1. δέκα εκατοντάδες, χίλιες μονάδες: Ο Ξέρξης είχε πάνω από χίλια πλοία. 2. αναρίθμητοι, αμέτρητοι: Χίλιες φορές να του το πεις, δε θα το καταλάβει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»