χήλιοι

  • 1χίλιοι — ες, α / χίλιοι, αι, α, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χήλιοι και χέλιοι, και ιων. τ. χείλιοι, και αιολ. τ. χέλλιοι, και τ. εν. χίλιος και χείλιος, ία, ον, θηλ. και χιλίη, Α (απόλ. αριθμτ.) αριθμός, ποσό που δηλώνει δέκα εκατοντάδες («μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς… …

    Dictionary of Greek