χέρρων

  • 1χέρρων — χέρσος dry land fem gen pl (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 3ĝher-6 (ĝherǝ- : ĝhrē-?) —     ĝher 6 (ĝherǝ : ĝhrē ?)     English meaning: short, small     Deutsche Übersetzung: “kurz, klein, gering” (also “knapp become, fehlen, nötig sein”?)     Material: Gk. χείρων (Eol. χέρρων) from *χερι̯ων “bad”, in addition superl. χείριστος… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary