1χέρηα — χερείων mcaner masc/fem acc sg (epic) χερείων mcaner neut nom/voc/acc pl (epic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2χερείων — ον, και δωρ. τ. χερήων, ήον, Α χείρων, χειρότερος (α. «ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ», Ομ. Ιλ. «ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων] …
Dictionary of Greek