χάρματα
1χάρματα — χάρμα source of joy neut nom/voc/acc pl …
2χάρματ' — χάρματα , χάρμα source of joy neut nom/voc/acc pl χάρματι , χάρμα source of joy neut dat sg χάρματε , χάρμα source of joy neut nom/voc/acc dual …
3ευμενέτης — εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α) (ποιητ. τ. τού ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ έτα «ηχηρός», οικ έτης «υπηρέτης …