χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς

  • 1προπράσσω — και αττ. τ. προπράττω Α 1. κάνω κάτι προηγουμένως 2. εκτελώ κατά πρώτον («προπράσσων χάριτας ὀργᾱς λυγρᾱς», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek