χάρις ἄχαρις

  • 1άχαρις — ἄχαρις ( ιτος), ι (AM) [χάρις] 1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος 2. δυσάρεστος, ενοχλητικός αρχ. 1. αχάριστος, αγνώμων 2. αξιολύπητος …

    Dictionary of Greek

  • 2χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …

    Dictionary of Greek