χάνω
1χάνω — χάνω, έχασα βλ. πίν. 1 …
2χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …
3χάνω — έχασα, χάθηκα, χαμένος, η, ο 1. παύω να έχω κάτι, το στερούμαι: Έχασα το ρολόι μου. 2. ζημιώνομαι, στερούμαι ευχαρίστηση: Έχασες που δεν ήρθες. 3. φρ., «Τα χάνω», σαστίζω. 4. παροιμ., «Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες τι ζητάτε;», για ανίσχυρους… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χανώ — όω, Α (κυρίως μτφ.) καταστρέφω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού χαόω, ῶ (< χάος)] …
5χανῶ — χάσκω yawn fut ind act 1st sg (attic epic doric) …
6χάνω — χάσκω yawn aor subj act 1st sg …
7αδικοχάνω — χάνω άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + χάνω] …
8ξανθρωπίζω — χάνω την ανθρώπινη υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + άνθρωπος] …
9ξεθυμώνω — χάνω την οργή, τον θυμό μου, παύω να είμαι οργισμένος («θυμώνει εύκολα, μα την ίδια στιγμή ξεθυμώνει») …
10νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …