χάλυβος
1Χάλυβος — the Chalybes masc/fem nom sg Χάλυψ the Chalybes masc gen sg …
2χάλυβος — masc nom sg …
3χάλυβος — ον, Α [χάλυψ, υβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες, λαό που κατοικούσε στις ακτές τού Πόντου …
4Χαλύβοις — Χάλυβος the Chalybes masc/fem/neut dat pl …
5χαλύβοις — χάλυβος masc dat pl …
6Χαλύβοισι — Χάλυβος the Chalybes masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7χαλύβοισι — χάλυβος masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8Χαλύβους — Χάλυβος the Chalybes masc/fem acc pl …
9χαλύβους — χάλυβος masc acc pl …
10Χαλύβων — Χάλυβος the Chalybes masc/fem/neut gen pl Χάλυψ the Chalybes masc gen pl …
Страницы