φῡσ-ημα

  • 1χάσκημα — το, Ν άνοιγμα τού στόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + κατάλ. ημα (< ρ. σε ω), πρβλ. φύσ ημα] …

    Dictionary of Greek

  • 2περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …

    Dictionary of Greek