φῡκό-θριξ

  • 1κυματόθριξ — και κυμόθριξ, άτριχος, ο 1. αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια 2. ο πληθ. ως ουσ. οι κυματότριχες μια από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με βάση τον σχηματισμό τών μαλλιών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + θριξ… …

    Dictionary of Greek