φῠτ-ών

  • 1φύσκη — η, ΝΑ, και φύσκα Ν 1. το στομάχι 2. το παχύ έντερο 3. φλύκταινα, φουσκάλα νεοελλ. κύστη, φούσκα αρχ. 1. λουκάνικο από αίμα και λίπος χοίρου 2. (σχετικά με φυτά) κηκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύσκη συνδέεται με τη λ. φῦσα, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο… …

    Dictionary of Greek

  • 2Glaucocystophyta — Glaucophyta Glaucophytes ou Glaucocystophytes …

    Wikipédia en Français

  • 3Glaucocystophyte — Glaucophyta Glaucophytes ou Glaucocystophytes …

    Wikipédia en Français

  • 4Glaucocystophytes — Glaucophyta Glaucophytes ou Glaucocystophytes …

    Wikipédia en Français

  • 5Glaucophyta — Glaucophytes ou Glaucocystophytes …

    Wikipédia en Français

  • 6Glaucophyte — Glaucophyta Glaucophytes ou Glaucocystophytes …

    Wikipédia en Français

  • 7Glaucophytes — Glaucophyta Glaucophytes ou Glaucocystophytes …

    Wikipédia en Français

  • 8 Glaucophyta — Glaucophytes ou Glaucocystophytes …

    Wikipédia en Français

  • 9ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …

    Dictionary of Greek

  • 10ακέλυφος — η, ο (Α ἀκέλυφος, ον) [κέλυφος] νεοελλ. όποιος δεν έχει κέλυφος, περίβλημα (αποδίδεται σε σπόρους, αβγά κ.λπ.) αρχ. καρπός, ο οποίος δεν έχει φλούδα «ἀκέλυφα φυτά» (Θεόφρ. Φυτ. Αιτ. 1, 17, 8) …

    Dictionary of Greek