φῠσιολόγ-ος

  • 1φυσιολογισμός — ο, Ν ιατρ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε νόσος οφείλεται σε διαταραχή τών ζωτικών λειτουργιών τού οργανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολογ ία + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χαράλ. Παμπούκη] …

    Dictionary of Greek