φῑκός
1φίκος — (ficus). Γένος φυτών της οικογένειας των μορεϊδών. Το γένος αυτό αριθμεί διάφορα δέντρα ή θάμνους, τα οποία έρπουν ή αναρριχώνται και έχουν εναέριες ρίζες και γαλακτώδη χυμό. Τα φύλλα τους είναι συνήθως σκληρά και δερματώδη και τα άνθη τους μικρά …
2φίκος — ο (λ. λατ.), γένος φυτών της οικογένειας Mορεΐδες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3μορεΐδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, συγγενής με τους ουρτικίδες, που περιλαμβάνει κυρίως είδη των τροπικών περιοχών. Από τα πιο αξιόλογα γένη είναι: η μορεά (μουριά), ο φίκος (συκιά κλπ.), ο αρτόκαρπος, η κεκροπία, η βρουσσονετία, η μακλούρα κ.ά. Οι… …
4συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …
5συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …
6Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… …
7μπανιάν — το άκλ. κοινή ονομασία τού ασυνήθιστου στην εμφάνιση δέντρου Ficus benghalensis, τού γένους φίκος, τής οικογένειας μορεΐδες, που είναι ιθαγενές τής τροπικής Ασίας και θεωρείται ιερό στην Ινδία, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, ο Βούδας… …
8νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …
9ουρτικώδη — Τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει διάφορους τύπους φυτών, ξυλωδών ή ποωδών, που κατατάσσονται σε τέσσερις οικογένειες: κανναβινίδες (καννάβι), μορίδες (φίκος, μουριά), ουλμίδες (φτελιά) και ουρτικίδες (τσουκνίδα)· κατ’ άλλους, η… …
10φικοπήδαλος — ον, MA πιθ. (για πλοίο) α) αυτός τού οποίου το πηδάλιο είναι βαμμένο κόκκινο β) αυτός που έχει πηδάλιο ειδικής κατασκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *φῖκος, άλλος τ. τού φῦκος (πρβλ. και φικιδίζω) + πήδαλος (< *πήδαλον, πρβλ. πηδάλιον)] …
- 1
- 2