φῐλότης
1φιλότης — friendship fem nom sg …
2φιλότης — ητος, και αιολ. τ. φιλότας, ατος, ἡ, Α [φίλος] 1. φιλική αγάπη, φιλία («ξεῑνοι μὲν διαμπερές εὐχόμεθ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.) 2. φιλοξενία 3. φιλική συνεννόηση μεταξύ λαών («φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες», Ομ. Ιλ.) 4. ερωτική… …
3φιλοτήτοιν — φιλότης friendship fem gen/dat dual …
4φιλοτήτων — φιλότης friendship fem gen pl …
5φιλότησι — φιλότης friendship fem dat pl …
6φιλότησιν — φιλότης friendship fem dat pl …
7φιλότητα — φιλότης friendship fem acc sg …
8φιλότητας — φιλότης friendship fem acc pl …
9φιλότητε — φιλότης friendship fem nom/voc/acc dual …
10φιλότητες — φιλότης friendship fem nom/voc pl …
Страницы