φῐλό-παις

  • 1μισόπαις — μισόπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μισεί τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + παῖς (πρβλ. φιλό παις)] …

    Dictionary of Greek