φῐλοσοφ-ικός

  • 1ησυχικός — ἡσυχικός, ή, όν (Α) αυτός που αγαπά την ησυχία, φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. ικος (πρβλ. θε ικός, φιλοσοφ ικός)] …

    Dictionary of Greek