φῐλίστωρ
1φιλίστωρ — fond of learning masc nom sg …
2φιλίστωρ — Φιλολογικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα (1961 62). Εκδότες του ήταν οι Σ. Κουμανούδης, Κ. Ξανθόπουλος και Δ. Μαυροφρύδης. * * * ορος, ο, η, ΝΜ (λόγιος τ.) φιλομαθής νεοελλ. αυτός που αγαπά την ιστορία και τις ιστορικές μελέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
3φιλιστόρων — φιλίστωρ fond of learning masc gen pl …
4φιλίστορας — φιλίστωρ fond of learning masc acc pl …
5φιλίστορες — φιλίστωρ fond of learning masc nom/voc pl …
6φιλίστορσι — φιλίστωρ fond of learning masc dat pl …
7φιλίστορσιν — φιλίστωρ fond of learning masc dat pl …
8Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… …
9ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… …
10γλωσσοπλαστία — η δημιουργία νέων λέξεων και φράσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλωσσοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δημ. Ι. Μαυροφρύδη στο περιοδικό σύγγραμμα Φιλίστωρ] …
- 1
- 2