φᾶσι

  • 111λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …

    Dictionary of Greek

  • 112λακωνίζω — (Α λακωνίζω) [Λάκων] εκφράζομαι με συντομία και ακρίβεια («τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῑν») αρχ. 1. μιμούμαι τους Λάκωνες ως προς τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ λακωνίζειν φασί», Δημοσθ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 113λευκόφυλλος — η, ο (AM λευκόφυλλος, ον) αυτός που έχει λευκά φύλλα νεοελλ. μσν. το φυτό ξηρόμυρο αρχ. φυτό το οποίο ευδοκιμούσε κοντά στον ποταμό Φάσι …

    Dictionary of Greek

  • 114ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… …

    Dictionary of Greek

  • 115λόγιο(ν) — το (AM λόγιον) λόγος, φράση, γνωμικό, ρητό, απόφθεγμα (μσν. αρχ.) 1. το μαντικό επιστήθιο που φορούσαν οι Εβραίοι αρχιερείς, λογείον 2. φρ. «λόγια Κυρίου» ή «λόγια Θεοῡ» ή «θεῑα λόγια» ή, απλώς, «λόγια» ρητά που αποδίδονται στον Θεό ή στον Ιησού… …

    Dictionary of Greek

  • 116μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 117ναικισσήρεις — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τινὲς δὲ φασι ναικισσήρεις λέγεσθαι ἐπὶ τοῡ ἐμφαίνοντος ὁμολογεῑν καὶ μὴ ὁμολογοῡντος ἐπὶ τῶν κατεψευσμένων ἡ λέξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. λ. με α συνθετικό ναικι (< ναίχι*), πρβλ. ναικισσορεύω. Ωστόσο, οι τ …

    Dictionary of Greek

  • 118νύννιον — νύννιον, τὸ, και νύννιος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε ονοματοποιία, όπως και τα νεοελλ. ναναρίζω, νανουρίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 119παιδίος — παιδίος, ὁ (Α) βαρβαρισμός αντί παιδίον («ἔνιοι δὲ φασι, τὸν μὲν προφήτην ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῑν [τὸν Ἀλέξανδρον] μετά τινος φιλοφροσύνης... είπεῑν, ὦ παιδίος, ἀντὶ τοῡ νῡ τῷ σῑγμα χρησάμενον», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 120περίποτος — ον, Α (κυρίως χρησιμοποιείται ως ερμηνεία τού δέπας ἀμφικύπελλον) (για ποτήρι ή κύπελλο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να πιει και από τις δύο πλευρές του («ἄλλοι δὲ τὴν ἀμφὶ ἀντὶ τῆς περὶ εἶναί φασι, ἵν ᾖ περίποτον, τὸ πανταχόθεν πίνειν… …

    Dictionary of Greek