φᾶσι

  • 101ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …

    Dictionary of Greek

  • 102εναύω — (I) ἐναύω (Α) δίνω φωτιά, επιτρέπω σε κάποιον ν ανάψει φωτιά («οὔτε οἱ πῡρ οὐδείς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο», Ηρόδ.) 2. μέσ. α) παίρνω φωτιά, ανάβω, δέχομαι φλόγα («οὔ φασι δεῑν ἀπό ἑτέρου πυρός ἐναύεσθαι», Πλούτ.) β) μτφ. παίρνω κάτι με… …

    Dictionary of Greek

  • 103επαΐκλεια — ἐπαΐκλεια και ἔπαικλα ή ἐπέκλεια ή ἐπάικλα, τα (Α) τα μετά το δείπνο, τα επιδείπνια ή επιδόρπια («ἐπαΐκλειά φασι καλεῑσθαι τὰ μετὰ τὸ δεῑπνον τραγήματα», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άικλον (ή αίκλον) «δείπνο»] …

    Dictionary of Greek

  • 104επείσακτος — ἐπείσακτος, ον (Α) [επεισάγω] 1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ έξω, από άλλη χώρα («ἐπείσακτος σῑτος» «εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον γένος», Ευρ.) 2. αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 105ερέπτομαι — ἐρέπτομαι (AM) (αποθ.) 1. τρώγω 2. (με σκωπτική σημ. στον Αριστοφ.) καταβροχθίζω, κατατρώγω («φασὶ μέν γάρ αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων» λέγουν ότι αυτός κατατρώγει τα φαγητά τών ευπορούντων, Αριστοφ.) 3. (σπάν. το ενεργ.) ἐρέπτω α)… …

    Dictionary of Greek

  • 106ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …

    Dictionary of Greek

  • 107κέγχρων — κέγχρων> ὁ (Α) τοπικός άνεμος που πνέει στον ποταμό Φάσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τη λ. κέρχνος, με σημ. «βραχνάδα», δεν φαίνεται πιθανή] …

    Dictionary of Greek

  • 108κερώνυξ — κερῶνυξ, ώνυχος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. ως επίθ. τού Πανός) 1. αυτός που έχει κεράτινες οπλές, νύχια ζώου 2. (κατά τον αρχ. Σχολ.) «οἱ μὲν νομίζουσι τὸν κέρασι καὶ ὄνυξι χρώμενον, οἱ δὲ τὸν ὀξύκερόν φασι, ὡς τοῡ ὄνυχος ἐνταῡθα τὴν ὀξύτητα δηλοῡντος …

    Dictionary of Greek

  • 109κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το …

    Dictionary of Greek

  • 110κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …

    Dictionary of Greek