φᾱσίν

  • 91οξύπετρος — ὀξύπετρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει πολύ αιχμηρές πέτρες («ὀξύπετρος γῆς ποιὸν εἶδος οἱ γεωργικοί φασιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πέτρα] …

    Dictionary of Greek

  • 92οπισθονόμος — ὀπισθονόμος, ον (Α) (για ένα είδος βοδιών τής Λιβύης τα οποία ήταν αναγκασμένα να βόσκουν υποχωρώντας λόγω τής προς τα εμπρός κλίσης τών κεράτων τους) αυτός που βόσκει βαδίζοντας προς τα πίσω («τοῑς ὀπισθονόμοις βουσί καὶ γὰρ ἐκείνους νέμεσθαί… …

    Dictionary of Greek

  • 93παιδογόνος — παιδογόνος, ον (Α) 1. αυτός που γεννά τέκνα 2. αυτός που παρέχει γέννηση στα παιδιά, που προκαλεί τη γέννηση παιδιών («παιδογόνῳ Κύπριδι», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που δίνει γεννητική δύναμη 4. (για πηγή) αυτή που έχει την ιδιότητα να κάνει κάποιον… …

    Dictionary of Greek

  • 94παλινάγγελος — παλινάγγελος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐξ ὑποστροφῆς ἄγγελος, ὅταν ἀπαγγείλας τινί, ἀπὸ τούτου ἑτέραν φάσιν ἐπιφέρῃ» 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παλινάγγελος ὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἄγγελος] …

    Dictionary of Greek

  • 95παραπροσωπίς — ίδος, ἡ, Μ προσωπείο, προσωπίδα, μάσκα, μουτσούνα («ἡ περίθετος κεφαλὴ καὶ περικεφαλαία, φασὶν ἐλέγετο, καθὰ καὶ παραπροσωπὶς ἡ παρὰ τῷ προσώπῳ τιθεμένη», Ευστ.) …

    Dictionary of Greek

  • 96παροιμιάζω — Α [παροιμία] 1. μέσ. παροιμιάζομαι α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.) β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι… …

    Dictionary of Greek

  • 97πατριός — και πατρυιός, ο / πατρυιός και πατρυός, ΝΜΑ ο σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα παιδιά της από προηγούμενο γάμο, ο μητριός («πατρυιὸν και μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασιν τὸν πατρῷον ἀρρενωνυμοῡντες τὴν μητρυιάν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός,… …

    Dictionary of Greek

  • 98πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 99πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …

    Dictionary of Greek

  • 100προσκηρυκεύομαι — Α στέλνω κήρυκα σε κάποιον («Βοιωτοὺς δὲ καὶ Φωκέας πείσειν φασὶν ἐς δύναμιν προσκηρυκευόμενοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κηρυκεύω «είμαι κήρυκας»] …

    Dictionary of Greek