φᾱσίν

  • 81ευετηρία — εὐετηρία, ἡ (Α) 1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν. β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῑον εὐετηρίας εἶναι… …

    Dictionary of Greek

  • 82εχθαίρω — (Α ἐχθαίρω) εχθρεύομαι, μισώ (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ. β. «ἵν ἐχθήρειε γέροντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παθ. εχθαίρομαι είμαι μισητός, μισούμαι (α. «ὅστις ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», Σοφ. «ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῡ», Σοφ.) 2. (για πράγματα,… …

    Dictionary of Greek

  • 83καρκαδών — καρκαδών, ἡ (Α) (κατά τον Φώτιο και το λεξ. Σούδα) ο οβολός που έπαιρνε ως αμοιβή ο Χάρων από τους νεκρούς («καρκαδόνα τοῡτο λέγεται Χάρωνος δάνειον συναγόμενον ἐκ τοῡ ὀβολοῡ τοῡ συγκηδευομένου τοῑς τελευτῶσιν οὐχ ὡς ἔνιοι πλανώμενοι βοτάνης… …

    Dictionary of Greek

  • 84κατασιγάζω — (AM κατασιγάζω) 1. κάνω κάποιον να σωπάσει, επιβάλλω σιγή («κατασιγάζειν σάλπιγγα», Αιλ.) 2. καταπραΰνω, καταστέλλω (α. «κατασιγάζω τα πάθη» β. «ἐνίοτε φασὶν οἱ ἔμπειροι τὸν ἄρρενα προσιόντα τὴν θήλειαν κατασιγάζειν», Αριστοτ.) αρχ. παθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 85κωμωδός — ο (Α κωμῳδός) ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῑν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα 2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 86κώος — (II) κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α) 1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.) 2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή 3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < *κῶF ος …

    Dictionary of Greek

  • 87μαγεύω — (AM μαγεύω) [μάγος] 1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς …

    Dictionary of Greek

  • 88μυσικαρφί — (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ μὲν ἀνέγνωσαν ὡς ἀκονιτί, καί φασιν ὅτι τὸ μεμυκότως (με τα μάτια κλειστά) καὶ ξηρῶς ποιεῑν (γελᾱν) οὕτω λέγουσιν» 2. (κατά τον Φώτ.) «μεμυκότως καὶ ξηρῶς, μὴ ἐκ φανεροῡ γελᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ …

    Dictionary of Greek

  • 89νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… …

    Dictionary of Greek

  • 90οξίνη — ὀξινη, ἡ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἡ τοῡ στόματος διάθεσις, ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῡ στομάχου ὀξίδα», ξινίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. όξινος] …

    Dictionary of Greek