φᾰραγγ-όω
1φάραγγ' — φάραγγα , φάραγξ cleft fem acc sg φάραγγι , φάραγξ cleft fem dat sg φάραγγε , φάραγξ cleft fem nom/voc/acc dual …
2φαρετρίτης — και βοιωτ. τ. φαρατρίτας, ὁ, Α στρατιώτης που έχει φαρέτρα, τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα + επίθημα ίτᾱς / ίτης (πρβλ. φαραγγ ίτης)] …