φᾰνερός

  • 81История жизни на Земле — млн л …

    Википедия

  • 82Fanerógamo — (Del gr. phaneros, aparente + gamos, cópula.) ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una clase de plantas con semillas que, en su mayoría, presentan flores muy visibles y cuyos órganos reproductores son fácilmente observables. * …

    Enciclopedia Universal

  • 83Венгос, Танассис — Танассис Венгос Дата рождения: 29 мая 1929(1929 05 29) Место рождения: Пирей Дата смерти …

    Википедия

  • 84PLAGIARIUS — is est, qui sine vi, dolo malo, sciens abducit homines liberos et ingenuos, venditque pro servis, aut supprimit: Vel is est, qui alienos servos abducit sine vi et plerumque sine furto, fugam persuadet ac fugitivos celat. Grammatici, Ἀνδραποδιςτὴς …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 85ZONAE — I. ZONAE quantum ad nostrum attinet institutum, sunt circuli quidam lati, caelum, terramque veluti cingulâ quâdam ambientes. Sunt autem numerô quinque: ex quibus media, quae inter Tropicos est, nimiô calore parum apta creditur habitationi: duae… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 86-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …

    Dictionary of Greek

  • 87Αϊδωνεύς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, που την ωραία του γυναίκα Περσεφόνη θέλησε να αρπάξει ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους, με τη βοήθεια του φίλου του Θησέα. Όμως δεν το κατόρθωσαν και ο Α. έκλεισε τους δύο φίλους στον Άδη.… …

    Dictionary of Greek

  • 88άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 89άκρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄκρυπτος, ον) αυτός που δεν τόν έκρυψαν, ο φανερός νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κρυπτὸς < κρύπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 90ένδηλος — η, ο (AM ἔνδηλος, ον) 1. φανερός, ολοφάνερος 2. (για πρόσ.) γνωστός («καίπερ οὐ βουλόμενοι ἔνδηλοι εἶναι τοις Ἀθηναίοις», Θουκ.) …

    Dictionary of Greek