φᾰνερός

  • 121εντρανής — ἐντρανής, ές (AM) [εντρανής] ζωηρός, δυνατός, ισχυρός μσν. στενής, στυλωμένος («ἰδὼν Ροδάνθην ἐντρανεστέραις κόραις») αρχ. φανερός, πρόδηλος, σαφής, κατηγορηματικός. επίρρ... ἐντρανῶς 1. με επιμονή, θαρρετά 2. δυνατά, ζωηρά …

    Dictionary of Greek

  • 122εξόμματος — ἐξόμματος, ον (AM) [εξομματώ] φανερός, ολοφάνερος μσν. τυφλός …

    Dictionary of Greek

  • 123επάιστος — ἐπάιστος, ον (Α) [επαΐω] 1. φανερός, ξακουστός 2. αντιληπτός …

    Dictionary of Greek

  • 124επίγνωστος — ἐπίγνωοτος, ον (Α) [γνωστός] φανερός, γνωστός …

    Dictionary of Greek

  • 125επίδηλος — ἐπίδηλος, ον (Α) [επιδηλώ] 1. φανερός, κατάδηλος («ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποιεῖν», Αρφ.) 2. αυτός που φανερώνει επερχόμενη κρίση 3. αξιοπρόσεκτος, αξιόλογος («εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται», Ξεν.) 4. αυτός που μοιάζει με κάτι,… …

    Dictionary of Greek

  • 126επίοπτος — ἐπίοπτος, ον (ποιητ. τ. αντί έποπτος*) (Α) 1. θεατός, παρατηρούμενος 2. φανερός, ορατός …

    Dictionary of Greek

  • 127επίφαντος — ἐπίφαντος, ον (A) [επιφαίνω] 1. φανερός, ορατός («οὐχ οἰχομέναν ὑβρίζεις, άλλ’ ἐπίφαντον», Σοφ.) 2. έκδηλος, κατάδηλος …

    Dictionary of Greek

  • 128επιπολή — η (AM ἐπιπολή) 1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά 2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολής επιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω (α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής τού κύματος», Παπαδιαμ. β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.) 3. «ἐξ… …

    Dictionary of Greek