φᾰνερός

  • 111δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 112δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …

    Dictionary of Greek

  • 113διάφανος — η ο και διαφανής, ές (ΑΝ) 1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του 2. διαυγής, καθαρός αρχ. 1. κατακόκκινος από πυράκτωση 2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο 3. σαφής, ευκρινής, φανερός 4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος… …

    Dictionary of Greek

  • 114διαυγάζω — (ΑΝ) 1. λάμπω μέσα από κάτι, διαλάμπω 2. αρχίζω να φέγγω αμυδρά, υποφώσκω, αχνοφέγγω, αρχίζω να ανατέλλω αρχ. 1. είμαι διαφανής, διαυγής 2. είμαι φανερός («ἔφραζον τὰ διαυγάζοντα», Εφραὶμ ο Σύρος) 3. αστρολ. επηρεάζω με τις ακτίνες μου (πάπυρος)… …

    Dictionary of Greek

  • 115διαυγώ — διαυγῶ ( έω) (Α) 1. υποφώσκω, διαυγάζω 2. (για όγκο) είμαι φανερός («ὁ ὄγκος ἦττον διαυγήσει», Άντυλλος στον Ορειβάσιο) …

    Dictionary of Greek

  • 116διελέγχω — (AM) [ελέγχω] 1. ελέγχω αυστηρά, εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια 2. αποδεικνύω ότι κάτι είναι εσφαλμένο, ανασκευάζω, ξεσκεπάζω αρχ. 1. καταδικάζω 2. εξετάζω, ανακρίνω 3. δοκιμάζω 4. (μέσ. ή παθ.) συζητώ 5. παθ. διακρίνομαι, γίνομαι φανερός …

    Dictionary of Greek

  • 117εισωπός — εἰσωπός, όν (Α) 1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον 2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο 3. φανερός, ορατός …

    Dictionary of Greek

  • 118εκφανής — ές (AM ἐκφανής, ές) 1. αυτός που εξέχει ανάμεσα στους άλλους ώστε να φαίνεται καλά, ο φανερός, ο εναργής, ο σαφής 2. επιφανής, περιφανής, ένδοξος, περίφημος αρχ. Ι. 1. αυτός που φανερώνει τον εαυτό του, κατάδηλος, σαφής 2. ως ουσ. τὰ ἐκφανῆ… …

    Dictionary of Greek

  • 119εμπρέπω — ἐμπρέπω (Α) διακρίνομαι σε κάτι, διαπρέπω, ξεχωρίζω («ἀρεταῑς τε ποικίλαις ἐμπρέποντας», Μην. Ωδ.) αρχ. 1. είμαι καταφανής, φανερός («λίπος ἐπ ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπειν», Αισχ.) 2. είμαι ένδοξος, περιφανής, διακρίνομαι 3. αρμόζω, είμαι κατάλληλος …

    Dictionary of Greek

  • 120εμφάνερος — ἐμφάνερος, ον (Α) εμφανής, φανερός, ολοφάνερος …

    Dictionary of Greek