φᾰλ-
1τετραφάληρος — ον, Α (για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλ ηρ ος (< …
2φαλιός — ά, όν, ΜΑ, και φάλιος Α λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα τού επιθ. φαλός (βλ. λ. φαλός), εμφανίζει θ. *φαλ ι (πρβλ. φαλ ί σσομαι) και έχει σχηματιστεί είτε με κατάλ. ος είτε με κατάλ. Fος κατά το πολιός (< πολιFός). Κατά μία άποψη, το… …
3φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία …
4Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μακεδονικό — Το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα λειτουργεί από το 1992 σ’ ένα περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (Εγνατίας 154), που παραχωρήθηκε στο σωματείο Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης για να στεγάζει την πλούσια συλλογή του. Από… …
5Furchenwale — Buckelwal Systematik Klasse: Säugetiere (Mammalia) Unterklasse: Höhere Säugetiere …
6Фаланф (ойкист) — Фаланф (Фалант)  в греческой традиции полулегендарный предводитель парфениев и основатель Тарента (на дорическом диалекте Тарант). Многие обстоятельства его деятельности были и остаются предметом спора как древних, так и современных учёных… …
7ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …
8κορύφαινα — η (Α κορύφαινα) γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια coryphaenidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα αινα, που χαρακτηρίζει θηλ. ον. ζώων (πρβλ. ύ αινα, φάλ αινα)] …
9μελίτταινα — και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αινα (πρβλ. μολύβδ αινα, φάλ αινα)] …
10οίναρον — οἴναρον, τὸ (Α) 1. το φύλλο ή το κλαδί τής αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν. β. «ἄμπελος διατηρεῑ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.) 2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
- 1
- 2