φᾰλῆς
1Φαλῆς — Φαλής masc acc pl (attic epic doric) Φαλής masc nom/voc pl (doric aeolic) …
2Φαλής — masc nom sg …
3φάλης — Phales masc nom sg …
4φάλης — ητος, και φαλῆς, ῆτος, ὁ, Α 1. φαλλός 2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς 1. θεός τού οποίου η λατρεία, όπως και τού Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία 2. προσωνυμία τού Ερμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης,… …
5φαλής — φαλή̱ς , φαλῆς Phales masc nom sg …
6φαλῆς — φαλός white fem gen sg (attic epic ionic) …
7φάλαι — φάλης Phales masc nom/voc pl φάλᾱͅ , φάλης Phales masc dat sg (doric aeolic) …
8φαλῆτος — φαλῆς Phales masc gen sg …
9Φαλέας — Φαλής masc acc pl (epic ionic) …
10Φαλές — Φαλής masc voc sg …
Страницы