φύσιν

  • 81ευάγητος — εὐάγητος, ον (Α) (για σύννεφα) λαμπρός, ευαγής («ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον» ας υψωθούμε φανερά με τη λαμπρή και δροσερή μας όψη, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευαγής II] …

    Dictionary of Greek

  • 82ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 …

    Dictionary of Greek

  • 83ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 84ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… …

    Dictionary of Greek

  • 85καλλώπισμα — το (AM καλλώπισμα) [καλλωπίζω] το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει μσν. αρχ. το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος αρχ. 1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 86κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 87καταπυγοσύνη — καταπυγοσύνη, ἡ (Α) επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, εθελημ οσύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 88καταπύγων — καταπύγων, ὁ, ἡ, ουδ. τὸ κατάπυγον (Α) 1. αυτός που επιδίδεται σε παρά φύσιν συνουσία, αισχρός, ασελγής 2. (στους αττ. συγγραφείς) ο μέσος δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύγων (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. παγκατα πύγων] …

    Dictionary of Greek

  • 89καταρτύω — (Α) 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.) 2. μαγειρεύω 3. εκπαιδεύω, ανατρέφω («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», Πλούτ.) 4. επαναφέρω στην τάξη, διευθετώ («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», Σοφ.) 5. εφοδιάζω («λέμβος...… …

    Dictionary of Greek

  • 90κατασκελετεύω — (Α) 1. κάνω κάτι αδύνατο σαν σκελετό (α. «ἐν τοῑς παιδεύμασι τοῑς οὐδενὸς ἀξίοις ἑαυτούς κατασκελετεύουσι», Πλούτ. β. «ὡχροί, κατεσκελετευμένοι», Φίλ.) 2. παθ. κατασκελετεύομαι καταστρέφομαι («περιιδεῑν τὴν φύσιν τῶν αὑτῶν κατασκελετευθεῑσαν»,… …

    Dictionary of Greek