φύσιν

  • 71ORION — Poetis venator est, et satelles Dianae, auditor Atlantis, qui doctrinam de caelestibus motibus, et stellis ex Libya in Graeciam attulit. Nomen eius quidam ab ὥρα, quod significat differentias temporum anni, ver, aeslatem, etc. deducunt. Quamquam… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 72SINSTER — apud Statium cundem Theb. l. 8. v. 177. Quis mihi sidereos lapsus mentemque sinistri Fulguris? Posper est. Sinistra certe fulmina optima auspicia esse, praeterquam in Comitiis, tradit Cicer. de Divin. l. 2. Idem cod. l. Bona ait sinistra dici,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 73Φωτεινιανοί — οἱ, ΜΑ εκκλ. οπαδοί τής αίρεσης τού επισκόπου Σιρμίου Φωτεινού, που κήρυττε ότι ο Χριστός είναι υιός τού Θεού όχι κατά φύσιν αλλά κατά χάριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φωτεινός + κατάλ. ιανός (πρβλ. Νερων ιανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 74έχις — ἔχις, εως, ὁ, ἡ (Α) 1. έχιδνα, οχιά 2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήρας («ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.) 3. είδος φυτού, το έχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχιδνα] …

    Dictionary of Greek

  • 75γάγγλιο — το (Α γαγγλίον) στρογγυλός ή επιμήκης μικρός όγκος σε ορισμένα σημεία των λεμφαγγείων και των νεύρων αρχ. 1. «ἀπόστημα ἄπονον ὑπὸ λευκῷ και νευρώδει χιτῶνι» απόστημα που δεν προκαλεί πόνο σκεπασμένο με λευκό χιτώνα από νεύρα 2. «νεύρου παρὰ φύσιν …

    Dictionary of Greek

  • 76δυσέγερτος — δυσέγερτος, ον (AM) αυτός απ όπου σηκώνεται κανείς δύσκολα («κῶμα λέγεται ὁ βαθὺς καὶ παρὰ φύσιν δυσέγερτος ὕπνος», Παυλ. Αιγ.) …

    Dictionary of Greek

  • 77ειλεοστομία — η δημιουργία παρά φύσιν έδρας στον ειλεό …

    Dictionary of Greek

  • 78εκτοπισμός — ο (AM ἐκτοπισμός) νεοελλ. 1. η απομάκρυνση από τον τόπο κατοικίας του ενός προσώπου που θεωρείται επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια 2. ιατρ. η μετατόπιση ενός οργάνου τού σώματος, η παρά φύσιν θέση του αρχ. 1. μετανάστευση 2. απομακρυσμένη θέση… …

    Dictionary of Greek

  • 79εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από …

    Dictionary of Greek

  • 80εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… …

    Dictionary of Greek