φύσιν

  • 111παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… …

    Dictionary of Greek

  • 112παραποδισμός — ὁ, Α [παραποδίζω] η παρακώλυση («πάθος ἐστι παραποδισμὸς τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας νοσώδης», Γαλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 113παρασκευάζω — ΝΑ, και παρασκεάζω Α 1. προετοιμάζω 2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο») 3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 114παραστρέφω — και ποιητ. τ. παραστρωφῶ, άω, Α 1. στρέφω πλάγια, διαστρέφω, μεταβάλλω («σμικρὰ πάνυ παρεστρέφοντες ἐνίοτε τἀναντία ποιεῑν σημαίνειν», Πλάτ.) 2. φρ. «παραστρέφω τὸν τρίβωνα» στρέφω προς τα πάνω ή πλάγια («καὶ καθεζόμενος παραστρέψαι τὸν τρίβωνα» …

    Dictionary of Greek

  • 115παρεγχειρώ — έω, Α 1. παραβιάζω, επεμβαίνω με κακό τρόπο («οἱ τὴν φύσιν παρεγ χειρεῑν τολμῶντες», Φίλων.) 2. επιχειρώ παράνομα κάτι 3. προβάλλω εσφαλμένα επιχειρήματα 4. αποδίδω, ερμηνεύω συμβολικά 5. ταράσσω, προκαλώ διατάραξη 6. αντικρούω, αμφισβητώ ως… …

    Dictionary of Greek

  • 116πασχητιασμός — ὁ, Α σφοδρή επιθυμία για παρά φύσιν σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασχητιῶ + κατάλ. ασμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε άζω] …

    Dictionary of Greek

  • 117πασχητιώ — άω Α κατέχομαι από επιθυμία να έλθω σε σαρκική μίξη, ιδίως παρά φύσιν. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού ρ. πάσχω*, που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση ητιάω / ητιῶ (πρβλ. μαθητιῶ, βινητιῶ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω, που αποσπάστηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 118περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… …

    Dictionary of Greek

  • 119περιαθρώ — έω ΜΑ 1. βλέπω γύρω με προσοχή, παρατηρώ κάτι επισταμένως («περιαθρῶν τὴν φύσιν», Πλάτ.) 2. κοιτάζω ολόγυρα («ἀνανεύσας τε καὶ περιαθρῶν ἐν κύκλῳ τὸ πλῆθος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή»] …

    Dictionary of Greek

  • 120περιβιάζομαι — Α 1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι 2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… …

    Dictionary of Greek