φύξιμος
1φύξιμος — whither one can flee masc/fem nom sg …
2φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… …
3φύξιμον — φύξιμος whither one can flee masc/fem acc sg φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc sg …
4φύξιμα — φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc pl …
5φύκτιμος — ον, Α φύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φύξιμος*, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός] …
6καταφύξιμος — καταφύξιμος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύξιμος (< φύξις < θ. φυξ τού φεύγω)] …
7φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» …