φόβος
1Φόβος — panic flight masc nom sg …
2φόβος — panic flight masc nom sg …
3φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …
4φόβος — ο 1. το συναίσθημα του κινδύνου, συναίσθημα ανησυχίας εξαιτίας κινδύνου, δέος, τρόμος, τρομάρα, πανικός: Ο σεισμός προκαλεί φόβο. 2. ως κύρ. όν., Φόβος ο ένας από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη, αυτός που είναι και ο πιο κοντινός σ αυτόν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Φόβος πάνικος. — φόβος πάνικος. См. Паника …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6-φόβος — ΝΑ βλ. φοβία …
7Φόβω — Φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual Φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …
8φόβω — φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …
9ФОБОС — • Φόβος, см. Άρης, Арес …
10Φόβοι — Φόβος panic flight masc nom/voc pl …