φίλῳ
1φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 …
2φιλώ — φιλάω / φιλώ, φίλησα βλ. πίν. 58 …
3φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Φιλῶ — Φιλής masc gen sg (attic epic ionic) …
5φιλῶ — φιλέω love pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλέω love pres ind act 1st sg (attic epic doric) φιλόω pres subj act 1st sg φιλόω pres ind act 1st sg …
6φίλω — φίλος beloved masc/neut nom/voc/acc dual φίλος beloved masc/neut gen sg (doric aeolic) φί̱λω , φιλέω love aor subj act 1st sg (epic) φί̱λω , φιλέω love aor ind mid 2nd sg (epic) φιλόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …
7φίλῳ — φίλος beloved masc/neut dat sg …
8φίλωι — φίλῳ , φίλος beloved masc/neut dat sg …
9καταφιλώ — έω και άω (AM καταφιλῶ, έω) (επιτ. τ. τού φιλώ) 1. ασπάζομαι κάποιον ζωηρά ή επανειλημμένα, φιλώ κάποιον σε πολλά σημεία τού προσώπου, τόν κατασπάζομαι 2. φιλώ με πάθος αρχ. 1. αγαπώ κάποιον πολύ 2. σκύβω και φιλώ …
10κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …