φίλᾳ

  • 51εναρίθμιος — ἐναρίθμιος, ον (Α) 1. ο συγκαταριθμούμένος με άλλους («ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι», Οδ.) 2. ο υπολογίσιμος, αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐναρίθμια φίλα, συνήθη» …

    Dictionary of Greek

  • 52ιδέ — (I) ἰδέ (Α) 1. και («εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ ὑπένερθεν», Ομ. Ιλ.) 2. επιγρ. σ αυτή την περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντωνυμία *ι (πρβλ. ι θαγενής) + μόριο δε]. (II) και ιδές και ίδε (ΑΜ ἴδε, αττ. τ. ἰδέ) 1. βλέπε, δες («ἴδ , ὦ φίλα γυναικῶν» …

    Dictionary of Greek

  • 53μπα — (I) επιφώνημα το οποίο εκφράζει: α) απορία ή έκπληξη («μπα; τέλειωσες κιόλας τη μελέτη σου;») β) σφοδρή αγανάκτηση, έντονη αποδοκιμασία («μπα, που κακό να σέ βρει») γ) αποφατική απάντηση, άρνηση («χρειάζεσαι τίποτα; μπα!). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται …

    Dictionary of Greek

  • 54νεμόφιλο — το βοτ. γένος δικότυλων μονοετών ποωδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nemophila < νεολατ. nemophila < νέμος «δάσος, άλσος» + φιλα (< φίλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 55νεφίλη — η ζωολ. γένος αραχνιδίων αρθροπόδων τής οικογένειας argiopidae, που απαντά στις τροπικές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephila (< νέω (ΙΙ) «κλώθω, γνώθω» + φιλα < φίλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 56οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …

    Dictionary of Greek

  • 57παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… …

    Dictionary of Greek

  • 58πεδώ — άω / πεδῶ, άω ΝΜ, πεδῶ, όω Α [πέδη] (ιδίως για τα πόδια) δεσμεύω, δένω με δεσμά νεοελλ. αρχ. επιβραδύνω ή ανακόπτω εντελώς την κίνηση μιας μηχανής χρησιμοποιώντας πέδη, κρατώ κάτι ακίνητο, σταματώ, φρενάρω αρχ. 1. στερεοποιώ κάτι 2. μτφ. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 59τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 60υπεργάζομαι — ΜΑ ενεργώ κρυφά, υπονομεύω αρχ. 1. ανασκάπτω, οργώνω («τῷ σπόρῳ νεὸν ὑπεργάζεσθαι», Ξεν.) 2. κάνω κρυφά κάτι 3. παράγω βαθμιαία 4. εξυπηρετώ, προσφέρω εκδούλευση («ἐπεὶ νῷν πόλλ ὑπείργασται φίλα», Ευρ.) 5. καταβάλλω, υποτάσσω («ὑπείργασμαι ψυχὴν… …

    Dictionary of Greek