φίλος
61Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …
62Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …
63Liste griechischer Phrasen/Phi — Phi Inhaltsverzeichnis 1 Φάγε, πίε, εὐφραίνου. 2 φησὶν σιωπῶν …
64Филателия — У этого термина существуют и другие значения, см. Филателия (значения). «Филателия служит дружбе народов»: марка СССР …
65άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …
66κυστόφιλος — κυστόφιλος, ὁ (Α) το άκρο τού καθετήρα το οποίο εισέρχεται στην ουροδόχο κύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύστη (Ι) + φίλος (πρβλ. ζωό φιλος θεό φιλος)] …
67λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… …
68μοιχόφιλος — μοιχόφιλος, ον (Μ) αυτός που αγαπά ή είναι φίλος τών μοιχών ή τής μοιχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + φίλος (πρβλ. βιβλιό φιλος)] …
69ομοφυλόφιλος — η, ο αυτός που αισθάνεται σεξουαλική έλξη προς άτομο τού ίδιου φύλου και συνάπτει ερωτικές σχέσεις μαζί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομόφυλος + φιλος (< φίλος), πρβλ. υγρό φιλος] …
70πατρόφιλος — Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός… …