φίλος
51ισπανόφιλος — η, ο αυτός που τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για την Ισπανία και τους Ισπανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + φιλος (< φίλος), πρβλ. αγγλό φιλος, ετεό φιλος] …
52καιρόφιλος — καιρόφιλος, ὁ (Α) (για αστρολόγο) αυτός που παρατηρεί τον καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φιλος (< φίλος), πρβλ. ζωό φιλος, υδρό φιλος] …
53καλλόφιλος — καλλόφιλος, η, ον (Μ) αυτός που αγαπά το ωραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρό φιλος, υδρό φιλος] …
54κουρόφιλος — κουρόφιλος, ον (Α) αυτός που αγαπά τους νέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + φιλος (< φίλος), πρβλ. θεό φιλος, παιδό φιλος] …
55λογόφιλος — λογόφιλος, ον (Α) λογοφίλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρό φιλος, χρηστό φιλος] …
56πονηρόφιλος — ον, Α αυτός που αγαπά τους πονηρούς, φίλος τών πονηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + φιλος (< φίλος), πρβλ. χρηστό φιλος] …
57σαπρόφιλος — η, ο / σαπρόφιλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. βιολ. χαρακτηρισμός οργανισμού που αναπτύσσεται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση και από τις οποίες αντλεί τις θρεπτικές του ουσίες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπρόφιλα ζωολ.… …
58χρηστόφιλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους 2. έμπιστος φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φίλος (< φίλος*), πρβλ. πονηρό φιλος] …
59Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …
60Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi …