φίλος
41φίλῃσι — φίλος beloved fem dat pl (epic ionic) φί̱λῃσι , φιλέω love aor subj act 3rd sg (epic) …
42φίλῃσιν — φίλος beloved fem dat pl (epic ionic) φί̱λῃσιν , φιλέω love aor subj act 3rd sg (epic) …
43φίλῳ — φίλος beloved masc/neut dat sg …
44ιταλόφιλος — η, ο ο φίλος τής Ιταλίας ή τών Ιταλών, αυτός που τάσσεται με το μέρος τών Ιταλών ή υποστηρίζει τις απόψεις τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + φιλος (< φίλος), πρβλ. γερμανό φιλος, ειρηνό φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] …
45κακόφιλος — κακόφιλος, ὁ (AM) κακός φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φιλος (< φίλος), πρβλ. καινό φιλος, μυριό φιλος] …
46φίλ' — φίλα , φίλος beloved neut nom/voc/acc pl φί̱λε , φίλος beloved masc voc sg (epic) φίλε , φίλος beloved masc voc sg φίλαι , φίλος beloved fem nom/voc pl φίλᾱͅ , φίλος beloved fem dat sg (doric aeolic) …
47φίλε' — φί̱λεα , φῖλος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φί̱λει , φῖλος neut nom/voc/acc dual (attic epic) φί̱λεϊ , φῖλος neut dat sg (epic ionic) φί̱λει , φῖλος neut dat sg φί̱λεε , φῖλος neut nom/voc/acc dual (epic ionic) φίλει , φιλέω love pres imperat …
48Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …
49ηλιόφιλος — ο, θηλ. και ηλιόφιλη 1. (για φυτά, ζώα κ.λπ.) αυτός που αγαπά τον ήλιο, αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιοχαρής 2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ηλιόφιλος αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης καπαρώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φιλος (<… …
50θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …