φίλος

  • 121πολύφιλος — η, ο / πολύφιλος, ον, ΝΑ πολύ αγαπητός, αυτός που έχει πολλούς φίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φίλος (πρβλ. ά φιλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 122σιδηρόφιλος — η, ο, Ν 1. (ανατ. φυσιολ.) α) (για κυτταρικά στοιχεία) αυτός που χρωματίζεται καλά με ενώσεις σιδήρου β) (για κύτταρα ή ιστούς) αυτός στον οποίο εναποτίθεται σίδηρος, όταν υπάρχει υπερπροσφορά τού στοιχείου αυτού 2. φρ. «σιδηρόφιλα στοιχεία» γεωλ …

    Dictionary of Greek

  • 123σπανοφιλία — ἡ, Α πιθ. έλλειψη φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + φιλία (< φίλος < φίλος), πρβλ. ὀλιγο φιλία] …

    Dictionary of Greek

  • 124σπασμοφιλία — η, Ν ιατρ. προδιάθεση για σπασμούς, νευρική υπερδιεγερσιμότητα, άλλοτε λανθάνουσα και άλλοτε εκδηλούμενη με λιποθυμίες, με παραισθήσεις και ζωηρά οστεοτενόντια αντανακλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spasmophilia (< σπασμός + φιλία …

    Dictionary of Greek

  • 125συνέστιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ. β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ. γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.) 2. στενός… …

    Dictionary of Greek

  • 126συνέταιρος — ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Α νεοελλ. 1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση 2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία μσν. αρχ. σύντροφος,… …

    Dictionary of Greek

  • 127σφραγιδοφιλία — η, Ν επίδοση στη συλλογή αποτυπωμάτων ταχυδρομικών σφραγίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίς, ίδος + φιλία (< φίλος < φίλος), πρβλ. θεατρο φιλία] …

    Dictionary of Greek

  • 128τηλέφιλον — τὸ, Α φύλλο που φυλάει τη φιλία, φύλλο φυτού ή πέταλο άνθους, πιθανώς τής παπαρούνας, που τό χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να δοκιμάσουν αν το αγαπημένο πρόσωπο διατηρούσε τα αισθήματά του (α. «τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα… …

    Dictionary of Greek