φίλος

  • 111λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …

    Dictionary of Greek

  • 112μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …

    Dictionary of Greek

  • 113μισόφιλος — μισόφιλος, ον (Α)·, αυτός που μισεί τους φίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φίλος (πρβλ. φιλό φιλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 114νεκροφιλία — η (ψυχιατρ.) γενετήσια διαστροφή που συνίσταται στην ικανοποίηση τής σεξουαλικής επιθυμίας με πτώματα, αλλ. βαμπιρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophilia < necro (< νεκρός) + philia (< φιλία < φίλος < φίλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 115νευρόφιλος — η, ο (για μερικές τοξίνες) νευροτρόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurophile < νευρ(ο) * + φιλος (< φίλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 116ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …

    Dictionary of Greek

  • 117οκνόφιλος — ὀκνόφιλος, ον (Α) αυτός που διστάζει ή αναβάλλει να κάνει κάτι, αναβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + φίλος (πρβλφ. λογό φιλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 118ολιγοφιλία — ὀλιγοφιλία, ἡ (Α) το να έχει κάποιος λίγους φίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + φιλία (< φιλος < φίλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 119ομοφιλία — ὁμοφιλία, ἡ (Μ) το να είναι η φιλία αμοιβαία, ταυτότητα φιλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φιλία (< φιλος < φίλος), πρβλ. πολυ φιλία] …

    Dictionary of Greek

  • 120παλιόφιλος — ο 1. φίλος από τα παλιά χρόνια 2. στον πληθ. οι παλιόφιλοι οι καλοί φίλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + φίλος] …

    Dictionary of Greek