φίλητος
1φιλητός — to be loved masc nom sg …
2φιλητός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκλητικός, ο οποίος μαρτύρησε επί Αδριανού (117 138) στην Ιλλυρία, μαζί με τη σύζυγό του Λυδία, τα παιδιά του Θεοπρέπιο και Μακεδόνα, τον δούκα Αμφιλόχιο και τον κομενταρήσιο Κρονίδη. Η μνήμη του τιμάται… …
3φιλητόν — φιλητός to be loved masc acc sg φιλητός to be loved neut nom/voc/acc sg …
4φιλητοῖς — φιλητός to be loved masc/neut dat pl …
5φιλητοί — φιλητός to be loved masc nom/voc pl …
6φιλητούς — φιλητός to be loved masc acc pl …
7φιλητᾶς — φιλητός to be loved fem gen sg (doric aeolic) …
8φιλητῆς — φιλητός to be loved fem gen sg (attic epic ionic) …
9φιλητέ — φιλητός to be loved masc voc sg …
10φιλητή — φιλητός to be loved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …