φάων
1Φάων — masc nom/voc sg …
2Φάων — Μυθικός γέροντας από τη Λέσβο. Σύμφωνα με την παράδοση, φιλοξένησε με προθυμία τη θεά Αφροδίτη, όταν εκείνη πήγε στο νησί μεταμορφωμένη σε γριά. Η θεά, ως αντάλλαγμα, του έδωσε λάδι, με το οποίο ο Φ. αλείφτηκε και αμέσως μεταβλήθηκε σε ωραιότατο… …
3φαῶν — φάος light neut gen pl (attic epic doric) …
4Φάους — Φάων masc acc pl …
5αμφιφάων — ἀμφιφάων, ουσα, ον και ἀμφιφῶν ῶντος ο (Α) 1. λαμπρός ολοφάνερος 2. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φάων, μτχ. αορ. τού ελλειπτ. ρ. *φάον (πρβλ. Εὐρυ φάων). Η μτχ. ως β΄ συνθετ. απαντά και σε συνηρημένη μορφή στα γνωστά κυρία ονόματα… …
6Фаон — (Phaov, Φάων). Митиленский юноша, которого, по преданию, любила поэтесса Сафо; не встречая в Фаоне взаимного чувства, Сафо, как говорят, бросилась с отчаяния в море. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург,… …
7Phaon — et Aphrodite, cratère attique à figures rouges, 420 400 av. J. C., Musée archéologique régional de Palerme Dans la mythologie grecque, Phaon (en grec ancien Φάων / Pháôn) est un jeune homme réputé pour sa beauté …
8φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …
9Faón — Saltar a navegación, búsqueda Faón (en griego Φάων) es un personaje mítico asociado a la diosa Afrodita. Se trataba, al parecer, de un mortal de gran belleza del que se enamoraban todas las mujeres y también la diosa. Sin embargo, él no respondía …
10ФАОН — • Phaon, Φάων, см. Sappho (Σαπφώ), Сапфо …
- 1
- 2