φάρω
1φάρω — Α (δωρ. τ.) βλ. φέρω …
2φαρῶ — φαράω plough pres imperat mp 2nd sg φαράω plough pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φαράω plough pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φαράω plough pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) φαράω plough pres ind act 1st sg (attic epic… …
3Φάρω — Φάρος Pharos fem nom/voc/acc dual Φάρος Pharos fem gen sg (doric aeolic) …
4φάρω — φάρος a large piece of cloth masc nom/voc/acc dual φάρος a large piece of cloth masc gen sg (doric aeolic) φαρόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) φαρόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
5Φάρῳ — Φάρος Pharos fem dat sg …
6φάρῳ — φάρος a large piece of cloth masc dat sg …
7φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …
8борона — сельскохозяйственное орудие; станок на золотых приисках , укр. борона, болг. брана, сербохорв. брана, словен. brana, чеш. brana, польск. brona, brona, каш. barna, словин. bårnă, в. луж. brona, н. луж. brona. Родственно лтш. beȓzt, beržu тереть …
9αφάρωτος — ἀφάρωτος, ον (Α) [φαρώ] ακαλλιέργητος, ανόργωτος …
10φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …
- 1
- 2