φάντασμα
1φάντασμα — apparition neut nom/voc/acc sg …
2φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… …
3φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φάντασμ' — φάντασμα , φάντασμα apparition neut nom/voc/acc sg …
5φαντασμάτων — φάντασμα apparition neut gen pl …
6φαντάσμασι — φάντασμα apparition neut dat pl …
7φαντάσμασιν — φάντασμα apparition neut dat pl …
8φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl …
9φαντάσματι — φάντασμα apparition neut dat sg …
10φαντάσματος — φάντασμα apparition neut gen sg …